- νεκρολούλουδο
- τό1) бот. ноготки; 2) πλ. цветы, возложенные на тело или гроб покойника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεκρολούλουδο — το 1. κοινή ονομασία φυτού 2. στον πληθ. τα νεκρολούλουδα άνθη που τίθενται πάνω στον νεκρό … Dictionary of Greek
νεκρολούλουδο — το 1. είδος φυτού, το νεκράνθεμο. 2. στον πληθ., νεκρολούλουδα τα λουλούδια που βάζουν πάνω στο νεκρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
νεκράνθεμο — το 1. το νεκρολούλουδο, το άνθος που αποθέτουν πάνω στον νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + άνθεμο «άνθος». Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
αδράχτι της γυναίκας — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως κάθαρμος ο εριώδης.Είναι μονοετής πόα, με βλαστό ύψους 30 50 εκ., όρθιο, χνουδωτό και πολύκλαδο συνήθως στην κορυφή. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, χνουδωτά, ημιπερίβλαστα ή τα ανώτερα περίβλαστα, με λοβούς λογχοειδείς … Dictionary of Greek
καλέντουλα — (Calendula). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων, με περίπου 15 είδη που είναι αυτοφυή στις παραμεσόγειες χώρες και στους Κανάριους νήσους. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες με απλά, μεγάλα φύλλα και άνθη κατά κεφάλια με θηλυκά… … Dictionary of Greek